- προλεσχηνευομαι
- προλεσχηνεύομαιπρο-λεσχηνεύομαιранее беседовать
(τινι περί τινος Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι περί τινος Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προλεσχηνεύομαι — Α (αποθ.) συζητώ, συνομιλώ προηγουμένως («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχηνεύω «συζητώ, συνομιλώ»] … Dictionary of Greek
προλελεσχηνευμένων — προλεσχηνεύομαι hold conversations with perf part mp fem gen pl προλεσχηνεύομαι hold conversations with perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)